- αντιπληρώ
- ἀντιπληρῶ (-όω) (Α)1. φρ. «ἀντιπληρῶ ναῡς» — γεμίζω τα πλοία με άνδρες για να επιτεθώ εναντίον του εχθρού2. γεμίζω το ποτήρι μου προς τιμήν κάποιου, πίνω στην υγειά του3. επανδρώνω με νέα μέλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.